- σπογγίνη
- η, Ν(βιοχ.) σκληροπρωτεΐνη που μοιάζει με πλαστικό και αποτελεί τον σκελετό τού 80% τών σπόγγων και, συγκεκριμένα, τών δημοσπόγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongin < γερμ. Spongin < λατ. spongia < σπογγία (< σπόγγος)].
Dictionary of Greek. 2013.