σπογγίνη

σπογγίνη
η, Ν
(βιοχ.) σκληροπρωτεΐνη που μοιάζει με πλαστικό και αποτελεί τον σκελετό τού 80% τών σπόγγων και, συγκεκριμένα, τών δημοσπόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongin < γερμ. Spongin < λατ. spongia < σπογγία (< σπόγγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυριτιόσπογγοι — οι, Ν ζωολ. τάξη σπόγγων που χαρακτηρίζονται από την παρουσία σκελετού από πυριτικές βελόνες και σπογγίνη ή μόνον από σπογγίνη …   Dictionary of Greek

  • δημόσπογγοι — Ομοταξία σπόγγων που έχουν επίσης την ονομασία πηκτώδεις. Ανήκουν στον λευκώδη τύπο και διαθέτουν σφαιρικούς θαλάμους, επενδεδυμένους με χοανοκύτταρα. * * * οι ζωολ. (λατ. demo spongiae) ομοταξία σπόγγων που περιλαμβάνει μορφές με σκελετό από… …   Dictionary of Greek

  • σπογγιοβλάστη — η, Ν 1. βιολ. εμβρυϊκός τύπος κυττάρου εξωδερμικής προέλευσης ο οποίος διαφοροποιείται νωρίς από τη νευροβλάστη και δίνει γένεση στα νευρογλοιακά και στα επενδυματικά κύτταρα 2. ζωολ. καθένα από τα ειδικά κύτταρα τών σπόγγων τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”